κουρία — Υποδιαίρεση του ρωμαϊκού πληθυσμού και τόπος των συνελεύσεών του κατά τη ρωμαϊκή ιστορία. Η πρώτη οργάνωση του ρωμαϊκού λαού ήταν ο καταμερισμός των γενών σε τριάντα κ., οι οποίες με τη σειρά τους σχημάτιζαν τρεις φυλές. Ως βάση της κ. θεωρούσαν… … Dictionary of Greek
Κούρια Μούρια — Νησιωτικό σύμπλεγμα (72.500 τ. χλμ.) του Ομάν. Πρόκειται για μία ομάδα από πέντε πετρώδη νησιά που βρίσκονται στην Αραβική θάλασσα, περίπου 40 χλμ. από τη νοτιοανατολική ακτή του ομώνυμου κόλπου του Ομάν. Το μεγαλύτερο και το μόνο κατοικημένο από … Dictionary of Greek
κουρίαν — κουρίᾱν , κουρίας one who wears his hair short masc acc sg (attic epic doric aeolic) κουρίας one who wears his hair short masc acc sg κουρίᾱν , κουριάω need clipping imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κουρίᾱν , κουριάω need clipping imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρίας — κουρίᾱς , κουρίας one who wears his hair short masc acc pl κουρίᾱς , κουρίας one who wears his hair short masc nom sg (attic epic doric aeolic) κουρίᾱς , κουριάω need clipping imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
πωγωνοκουρία — ἡ, Α το ξύρισμα τών γενιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων, ωνος «πιγούνι, γένι» + κουρία (< κουρος < κουρά), πρβλ. πρωτο κουρία] … Dictionary of Greek
Inveresk Roman Fort — Coordinates: 55°56′12″N 3°03′17″W / 55.936541°N 3.054636°W / 55.936541; 3.054636 … Wikipedia
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… … Dictionary of Greek