κουρία

κουρία
κουρίᾱ , κουρίας
one who wears his hair short
masc nom/voc/acc dual
κουρίας
one who wears his hair short
masc voc sg
κουρίᾱ , κουρίας
one who wears his hair short
masc voc sg (attic)
κουρίᾱ , κουρίας
one who wears his hair short
masc gen sg (doric aeolic)
κουρίας
one who wears his hair short
masc nom sg (epic)
κουρίᾱ , κουριάω
need clipping
pres imperat act 2nd sg
κουρίᾱ , κουριάω
need clipping
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουρία — Υποδιαίρεση του ρωμαϊκού πληθυσμού και τόπος των συνελεύσεών του κατά τη ρωμαϊκή ιστορία. Η πρώτη οργάνωση του ρωμαϊκού λαού ήταν ο καταμερισμός των γενών σε τριάντα κ., οι οποίες με τη σειρά τους σχημάτιζαν τρεις φυλές. Ως βάση της κ. θεωρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Κούρια Μούρια — Νησιωτικό σύμπλεγμα (72.500 τ. χλμ.) του Ομάν. Πρόκειται για μία ομάδα από πέντε πετρώδη νησιά που βρίσκονται στην Αραβική θάλασσα, περίπου 40 χλμ. από τη νοτιοανατολική ακτή του ομώνυμου κόλπου του Ομάν. Το μεγαλύτερο και το μόνο κατοικημένο από …   Dictionary of Greek

  • κουρίαν — κουρίᾱν , κουρίας one who wears his hair short masc acc sg (attic epic doric aeolic) κουρίας one who wears his hair short masc acc sg κουρίᾱν , κουριάω need clipping imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κουρίᾱν , κουριάω need clipping imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίας — κουρίᾱς , κουρίας one who wears his hair short masc acc pl κουρίᾱς , κουρίας one who wears his hair short masc nom sg (attic epic doric aeolic) κουρίᾱς , κουριάω need clipping imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • πωγωνοκουρία — ἡ, Α το ξύρισμα τών γενιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων, ωνος «πιγούνι, γένι» + κουρία (< κουρος < κουρά), πρβλ. πρωτο κουρία] …   Dictionary of Greek

  • Inveresk Roman Fort — Coordinates: 55°56′12″N 3°03′17″W / 55.936541°N 3.054636°W / 55.936541; 3.054636 …   Wikipedia

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”